Η κατανάλωση καυσίμου είναι μια πολυ-παραμετρική εξίσωση που για εμάς τουλάχιστον τους απλούς οδηγούς είναι εξαιρετικά δύσκολο αν όχι αδύνατο να ποσοτικοποιηθεί.
Αυτό που βλέπουμε στα γεμίσματα από φούλ σε φούλ και διαιρούμε με τα χιλιόμετρα είναι ένας γενικός μέσος όρος.
Το trip computer επίσης βγάζει ένα μέσο όρο των τελευταίων 100 χλμ νομίζω. Αν σε αυτά τα χιλιόμετρα συναντήσουμε μια ανηφόρα, βρούμε κίνηση, σηκώσουμε λίγο το πόδι από το γκάζι ή το πατήσουμε λίγο παραπάνω τότε η σύγκριση πάει περίπατο.
Τα εργαστήρια που μετρούν με ακρίβεια την κατανάλωση, τροφοδοτούν από ανεξάρτητο κύκλωμα και από βαθμονομημένο δοχείο (όχι από το ρεζερβουάρ) την ποσότητα καυσίμου που καταναλώθηκε για συγκεκριμένη απόσταση στην ίδια ακριβώς διαδρομή, κρατούν ακριβώς τις ίδιες στροφές και στο τέλος το κάνουν και τρεις φορές και βγάζουν τον μέσο όρο.
Έτσι λοιπόν μικροδιακυμάνσεις που βλέπουμε επειδή ξεφουσκώσαμε τα λάστιχα, αλλάξαμε μάρκα βενζίνης, ανοίξαμε τα παράθυρα ή βάλαμε υδρογόνο στο καρμπυρατέρ (από τις μεγαλύτερες απάτες του αιώνα, που πολλοί όμως υιοθετήσανε) είναι καθαρά ψυχολογική υπαγόρευση.
Για τον λόγο αυτό βλέπουμε και σε διάφορους συμφορουμίτες αντικρουόμενα αποτελέσματα, που δεν συνάδουν με την γενική θεωρία.
Μικροδιακυμάνσεις πάντα θα υπάρχουν (πίεση ελαστικών, ανοικτά παράθυρα κλπ) απλά δεν μπορούν να μετρηθούν στην αντλία.
Αυτό που σίγουρα μπορεί να αποτυπωθεί και να μετρηθεί και στο καντράν και στην αντλία και στην τσέπη μας (!!!) είναι η ταχύτητα στο ταξίδι.
Ταξίδι A/R στη Λευκάδα με 100-110 και το βγάζω όλο με ένα ρεζερβουάρ.
Το ίδιο ταξίδι με 150-160 και στην Κόρινθο στην επιστροφή πρεπει να ξαναγεμίσω. Πιο επιστημονική τεκμηρίωση δεν γίνεται.